- Θρηίκιος
- Θρηΐκιος , Θράκιοςmasc nom sgΘράκιοςmasc nom sgΘρῄκιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θρηίκιος — Θρηΐκιος και Θρῄκιος, ίη, ον (Α) βλ. Θράκιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί Θρᾴκιος αττ.] … Dictionary of Greek
Thracians — For other uses, see Thracian (disambiguation). Thracian peltast, 5th–4th century BC. The ancient Thracians (Ancient Greek: Θρᾷκες, Latin: Thraci) were a group of Indo European tribes inhabiting areas including Thrace in Southeastern Europe … Wikipedia
SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… … Hofmann J. Lexicon universale
Βορέας — Προσωποποίηση του ανέμου βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και ισχυρότερος από τους τρεις αδελφούς του, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και… … Dictionary of Greek
Βορεάς — Προσωποποίηση του ανέμου βοριά στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται ως γιος του Αστραία (ή του Τυφώνα) και της Ηούς και ισχυρότερος από τους τρεις αδελφούς του, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο. Ο Β. συνδέεται στενά με τη Θράκη, τα όρη της και… … Dictionary of Greek
θράκιος — θρᾴκιος και ιων. τ. θρηΐκιος και θρῄκιος, ία, ον, θηλ. και θρήκιος (Α) [Θρᾳξ] 1. θρακικός 2. φρ. «Σάμου... Θρηϊκίης» τής Σαμοθράκης … Dictionary of Greek